- ἰάτρευκεν
- ἰ̱άτρευκεν , ἰατρεύωtreat medicallyplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἰ̱άτρευκεν , ἰατρεύωtreat medicallyperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιατρεύω — (ΑΜ ἰατρεύω) [ιατρός] 1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», Πλάτ.) 2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.) αρχ. 1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς… … Dictionary of Greek